- μαραίνομαι
- μαραίνωquenchpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαραίνομαι — μαραίνομαι, μαράθηκα, μαραμένος βλ. πίν. 45 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μαραίνομ' — μαραίνομαι , μαραίνω quench pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκέλλομαι — (Α) 1. γίνομαι σκελετός, ξεραίνομαι, μαραίνομαι («φαρμάκων χρείᾳ κατεσκέλλοντο», Αισχύλ.) 2. είμαι σκληρός ή παγωμένος 3. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κατεσκληκώς, υῑα, ός στρυφνός, αυστηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκέλλομαι «ξεραίνομαι,… … Dictionary of Greek
μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… … Dictionary of Greek
μαραζιάζω — [μαράζι] 1. προκαλώ μαράζι 2. υφίσταμαι μαρασμό, μαραίνομαι από μεγάλη στενοχώρια, μαραζώνω 3. (για φυτά και άνθη) χάνω τη θαλερότητά μου, φθίνω, μαραίνομαι, μαραγγιάζω … Dictionary of Greek
μαρανίσκομαι — (Μ) μαραίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το θ. τού μαραίνομαι + θαμιστική κατάλ. ίσκομαι] … Dictionary of Greek
προσαυαίνομαι — Α μαραίνομαι πάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + αὐαίνομαι «ξεραίνομαι, μαραίνομαι»] … Dictionary of Greek
συμμαραίνομαι — Α [μαραίνομαι] μαραίνομαι μαζί ή συγχρόνως με άλλον … Dictionary of Greek
υπομαραίνομαι — ΜΑ [μαραίνομαι] μαραίνομαι ή φθείρομαι λίγο λίγο, σταδιακά … Dictionary of Greek
φλογομαραίνομαι — Ν 1. (για φυτά) μαραίνομαι υπό την επίδραση ηλιακού καύματος ή πυρκαγιάς 2. μτφ. (για πρόσ.) εξασθενώ σταδιακά από το ερωτικό πάθος ή από αρρώστια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + μαραίνομαι] … Dictionary of Greek